Λευκαδίτης — ο θηλ. ισσα ο κάτοικος της Λευκάδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λευκαδίτης, Αθανάσιος — (Αθήνα 1872 – 1944). Γυμναστής, αθλητής της ενόργανης γυμναστικής και ιδρυτής του ελληνικού προσκοπισμού. Υπήρξε από τους πρώτους σπουδαστές της Γυμναστικής Σχολής, η οποία ιδρύθηκε το 1897, διευθυντής του γυμναστηρίου του Πανελληνίου Γυμναστικού … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Λευκάδιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Ικάριου και αδελφός της Πηνελόπης, ήρωας και ηγεμόνας της Λευκάδας, εξαρτώμενος από τον γαμπρό του, τον Οδυσσέα. * * * α, ο (Α Λευκάδιος, ία, ον) [Λευκάς] Λευκαδίτης … Dictionary of Greek
επώνυμος — η, ο (AM ἐπώνυμος, ον) 1. αυτός που έχει πάρει την ονομασία του από κάποιον ή από κάτι, που έχει ονομαστεί λόγω τού δεσμού του με κάποιον ή κάτι (α. «η Αθήνα επώνυμη τής Αθηνάς» β. «ὁ τῆς εὐσεβείας ἐπώνυμος, Ευσ. γ. «ὦ Πολύνεικες, ἔφυς ἄρ’… … Dictionary of Greek
λευκαδίτικος — η, ο [Λευκαδίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λευκάδα ή στους Λευκαδίτες ή αυτός που προέρχεται από τη Λευκάδα … Dictionary of Greek
Γαρουφαλής, Αναστάσιος — Αγωνιστής του 1821, γνωστός και ως Λευκαδίτης. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις της Πελοποννήσου … Dictionary of Greek